- ενιπρίω
- ἐνιπρίω (Α)επικ. τ. τού εμπρίω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπρίω — ἐμπρίω, επικ. τ. ἐνιπρίω (Α) 1. πριονίζω μέσα 2. δαγκώνω πριονιστά, βαθιά 3. (για σκύλο) σφίγγω και τρίζω τα δόντια 4. τρίζω 5. (αμετ.) (για σινάπι κ.ά.) έχω καυστική, πιπεράτη γεύση, καίω … Dictionary of Greek